Θωμᾶς *Ἀλώπεκος ὁ μέγιστος γελωτοποιὸς (cf. X. An. 7,3,33; X. Smp. 1,11; Pl. R. 620c) ἅπασι τοῖς βουλομένοις ἀναγιγνώσκειν τά τε σκωπτικὰ (cf. Plu. Luc. 27) καὶ ἄλλογα καὶ παράφρονα (cf. Pl. Lg. 649d) εὖ πράττειν. (cf. Pl. Ep. 1,309a)
Τόδε τὸ νεώτατόν ἐστι σκῶμμά (cf. Pl. R. 452b) μου· Ἐν τῇ Συρίᾳ οὐκ ἦν ἐμφύλιος πόλεμος, (cf. Plb. 1,65,2) ἀλλ᾽ οἱ τροχαῖοι σκώληκες κατὰ γῆς (cf. Lindemann § 99 a1) ταχέως (cf. Zinsmeister § 87,2) ὑφέρποντες τὰς τῶν ἀνθρώπων οἰκίᾱς ὑπώρυξαν, (Zinsmeister, Stammform 261) ὥστε κατερρύησαν (cf. Zinsmeister, Stammform 300; Lindemann § 168bβ) καὶ κατὰ τῆς γῆς ἔδῡσαν. (Zinsmeister Stammform 106; BR § 197,10,1a)